υρχη

υρχη
    ὕρχη
    эол. ὔρχα ἥ глиняный горшок, жбан Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υρχη" в других словарях:

  • υρχή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διακριθεί από τη λ. ὕρχη] …   Dictionary of Greek

  • ὔρχη — ὔρχα fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὔρχη jar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύρχη — και αιολ. τ. ὔρχα, ἡ, Α 1. αγγείο κατάλληλο για την εναπόθεση παστών τροφίμων 2. αγγείο κατάλληλο για το μέτρημα τού κρασιού 3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὔρχας... τὴν ὑπὸ τοῡ τείχους ἀναρρίχησιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ὔρχα — ὔρχᾱ , ὔρχα fem nom/voc/acc dual ὔρχᾱ , ὔρχα fem nom/voc sg (doric aeolic) ὔρχᾱ , ὔρχη jar fem nom/voc/acc dual ὔρχᾱ , ὔρχη jar fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὔρχας — ὔρχᾱς , ὔρχα fem acc pl ὔρχᾱς , ὔρχα fem gen sg (doric aeolic) ὔρχᾱς , ὔρχη jar fem acc pl ὔρχᾱς , ὔρχη jar fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • URCEUS — a Graeco ὑρχὴ, vas modicae capacitatis Casaubono: ansam habens lateri applumbatam, ex aere, Varrom, aliaque materia. Namque Urceus Fictilis, lemma Epigr. 106. l. 14. Martialis, Hic tibi donatur parvâ ruber Urceus ansa, Steicus hoc gelidam Fronto… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υργαί — αἱ, Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «ἐπιθέματα πρὸς κουφισμὸν τῶν φορτίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑρχή ἐφ ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται] …   Dictionary of Greek

  • orka-? — *orka ? germ.?, Substantiv: nhd. Tonne ( Femininum) (1), Gefäß; ne. tun, vessel; Rekontruktionsbasis: got.; Interferenz: Lehnwort lat. ūrceus; Etymologie: s. lat …   Germanisches Wörterbuch

  • urkel- — *urkel germ., Substantiv: nhd. Krug ( Maskulinum) (1); ne. jug; Interferenz: Lehnwort lat. ūrceolus; Etymologie: s. lat. ūrceolus, Maskulinum, kleiner Krug ( …   Germanisches Wörterbuch


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»